Ὄγκειος

Ὄγκειος
Ὄγκειος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ὀγκείῳ — Ὄγκειος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄγκειον — Ὄγκειος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ογκείον — Μικρή πόλη της αρχαίας Αρκαδίας, κοντά στον ποταμό Λάδωνα. Είχε ιερό της Δήμητρας. Πήρε την ονομασία της από τον Όγκειο, μυθολογικό πρόσωπο. Ο Όγκειος ήταν γιος του Απόλλωνα και βασιλιάς της πόλης του Ο. Διατηρούσε ονομαστούς στάβλους με άλογα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”